θα αφεθεί να ..

θα αφεθεί να ..
ќе  биде  пуштен да ...
ќе биден  пуштен да...

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • αγρανάπαυση — Χρονική περίοδος ανάπαυσης των χωραφιών μετά από εξαντλητική καλλιέργεια. Η διάρκεια της α. είναι συνήθως ένας χρόνος και εξαρτάται από το είδος του εδάφους και τις κλιματικές συνθήκες της περιοχής όπου βρίσκεται το χωράφι. Εφαρμόζεται κυρίως σε… …   Dictionary of Greek

  • αλδόλη — Ένωση που σχηματίζεται από συμπύκνωση δύο μορίων αλδεΰδης. Η συμπύκνωση συνίσταται σε μια ειδική αντίδραση μεταξύ των δύο μορίων, εξαιτίας της οποίας στην αλδόλη που προκύπτει περιέχεται τόσο η αλκοολομάδα ΟΗ όσο και η αλδεϋδομάδα CHO. H… …   Dictionary of Greek

  • αντίβλημα — Ιδιαίτερος τύπος βλήματος, εφοδιασμένος με θερμοπυρηνική κεφαλή, ικανός να καταστρέφει ή να επιφέρει βλάβες, κατά τη διάρκεια πτήσης, στους κώνους των διηπειρωτικών βαλλιστικών βλημάτων. Λέγεται και αντιπύραυλος. Πρόκειται, κατά κανόνα, για βλήμα …   Dictionary of Greek

  • απόστημα — Συλλογή πύου μέσα σε μια φυσική κοιλότητα που δεν προϋπήρχε ή σε συμπαγείς ιστούς, που ακολουθείται από φλεγμονώδη φαινόμενα και εκδηλώνεται με πόνο, εξοίδηση (πρήξιμο) και τάση των ιστών. Τα α. διακρίνονται σε οξέα ή θερμά και σε χρόνια ή ψυχρά …   Dictionary of Greek

  • αφέσιμος — η, ο (AM ἀφέσιμος, ον) [άφεσις] μσν. νεοελλ. (για αμαρτήματα) αυτός που μπορεί να αφεθεί, να συγχωρηθεί αρχ. φρ. «ἀφέσιμος ἡμέρα» > γιορτή, σχόλη …   Dictionary of Greek

  • βλεννόρροια — Αφροδίσιο νόσημα, η εμφάνιση του οποίου οφείλεται στον γονόκοκκο του Νάισερ και η μετάδοσή του γίνεται με τη συνουσία. Πρόκειται για ένα είδος φλεγμονής της ουρήθρας, που προκαλείται μετά από επώαση του μικροβίου, η οποία διαρκεί 2 5 μέρες, και… …   Dictionary of Greek

  • δημογραφία — Επιστήμη που μελετά τη σύνθεση, τις μεταβολές και τη δυναμική του πληθυσμού. Αντικείμενο της μελέτης της δ. είναι επομένως όλα τα φαινόμενα βιολογικού χαρακτήρα –όπως οι γεννήσεις και οι θάνατοι– ή κοινωνικού –όπως οι γάμοι και οι μεταναστεύσεις– …   Dictionary of Greek

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • ιστορικισμός — ο 1. διδασκαλία σύμφωνα με την οποία η ιστορία, εφόσον αφεθεί στις δικές της αποκλειστικά δυνάμεις, είναι ικανή να συλλάβει ορισμένες ηθικές ή θρησκευτικές αλήθειες 2. ερμηνεία σύμφωνα με την οποία η ουσιαστική προσφορά τού μαρξισμού έγκειται… …   Dictionary of Greek

  • κάθεμα — το (Α κάθεμα και κάθημα) [καθίημι] νεοελλ. ναυτ. το μήκος που έχει η αλυσίδα ποντισμένης άγκυρας πλοίου, κν. καλούμο, αλλ. έκταμα αρχ. κυρίως, αυτό που έχει αφεθεί προς τα κάτω και ειδ. το περιδέραιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”